Thursday, June 17, 2010

μια κούκλα που τη λένε «Ελένη»

Έπινε αργά αργά τον τούρκικο καφέ της. Ναι ήταν ηλικιωμένη. Αλλά σταθερή σαν βράχος. Δεν ταράζονταν, δεν έτρεμε. Τα μάτια της κοιτούσαν σταθερά τη θάλασσα. Τα μάτια της που είχαν δει τα πάντα ήταν κολλημένα στα κόκκινα σύννεφα στη δύση του ήλιου.

Το βλέμμα της ατένιζε τους περαστικούς του σήμερα και του χθες.  Ανθρώπους που δεν έβλεπε. Ανθρώπους που δεν αναγνώριζε. Tους κοιτούσε μα δεν τους έβλεπε.  ΧρόνοςΣτράφηκε και παράγγειλε ένα δεύτερο καφέ και λίγο ακόμη νερό. 
Τότε ήταν που συνάντησα το βλέμμα της. Με κοίταξε ρωτώντας με τόσα πολλά χωρίς να ξεστομίσει ούτε μία λέξη. Είδα στη ματιά της ανάμικτο φόβο και περιέργεια. Τα χείλη μου πρόφεραν ‘γεια σας’. Το πρόσωπό της φωτιστικέ. Ένα όμορφο πλατύ χαμόγελο εισέβαλε στο πρόσωπό της. Ανταλλάξαμε ένα νεύμα.

Βρήκα το κουράγιο να πάω να της μιλήσω. Κάθονταν τουλάχιστον μία ώρα εκεί μόνη της. Ακολούθησα το σερβιτόρο που της έφερνε το δεύτερο καφέ και στράφηκα προς το μέρος της.

«Μπορώ να καθίσω;»
«Φυσικά»
Οι πιο πολύτιμες λέξεις της ζωής μου! Καθώς καθόμουν στην  πολυθρόνα πλάι της δεν ήξερα πως να την αποκαλέσω. Ήθελα να την φωνάξω «γιαγιά». Σκέφτηκα πως θα έδειχνε έλλειψη σεβασμού. Τη ρώτησα το όνομά της. Μου το είπε. Δεν μπορώ να το αποκαλύψω μιας και αργότερα μου ζήτησε να διατηρήσω την ανωνυμία της. Και η ιστορία της εξηγεί το γιατί.

Γεννήθηκε το 1918 που σημαίνει ότι είναι 92 χρονών σήμερα. Κοιτώντας τη δε φαντάζεσαι ότι είναι τόσο. Μοιάζει με 70. Και συμπεριφέρεται σα νεώτερη. Αλλά φαίνεται ανήσυχη.  Όταν γεννήθηκε, η Σμύρνη ήταν η Σμύρνη. Φυσικά δεν έχει προσωπικές αναμνήσεις από την εποχή εκείνη. Αλλά μεγάλωσε με ιστορίες και αναμνήσεις των ανθρώπων γύρω της. Η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι τους που κάηκε στην καταστροφή του 1922. Μετακόμισαν στο σπίτι συγγενών τους κοντά στην Ούρλα, περίπου 50 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Κατάγεται από μια γνήσια Σμυρναϊκή οικογένεια με ρίζες που χάνονται εκατοντάδες χρόνια πριν. Ο πατέρας της ήταν έμπορος. Αλλά ποιος δεν ήταν εκείνη την εποχή; Φυσικά η επιχείρηση του καταστράφηκε από τη φωτιά.

Αρνήθηκαν να πάνε στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή πληθυσμού. Χρησιμοποίησαν παράνομα μέσα για να παραμείνουν. Αλλά τα χρόνια ήταν άγρια. Δεν μπορούσαν να μιλάνε τη μητρική τους γλώσσα στις καθημερινές τους σχέσεις. Όπως οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τα γαλλικά σαν γλώσσα επικοινωνίας. Η ελληνική γλώσσα αντικαταστάθηκε από τη γαλλική μεταξύ των μη μουσουλμάνων της πόλης.

Η φωτιά και οι άλλες καταστροφές της κυβέρνησης τους άφησαν χωρίς ούτε μια εκκλησία, και στην πραγματικότητα χωρίς τα βασικά μέσα μιας κοινότητας. Παντού επικρατούσαν σκληρές συνθήκες. Κάθε μέλος της οικογένειας έπρεπε βρει μια δουλειά.

Έπιασε δουλειά σαν υπηρέτρια σε μια χανούμ. Μια μέρα καθώς επέστρεφε στο σπίτι της από τη δουλειά είδε μια παλιά κούκλα πεσμένη στο πεζοδρόμιο. Θυμάται. Η κούκλα είχε ξανθά μαλιά και μεταξωτά ρούχα. Τα μάτια της ήταν γαλάζια. Φοβόταν να την αγγίξει. Πλησίασε αργά την κούκλα. Κοίταξε γύρω της να δει αν υπήρχε κανείς.  Ο λεηλατημένος  δρόμος ήταν έρημος.  Αλλά δεν ήταν σίγουρη για τον αν υπήρχε κάποιος στα γύρω ερείπια. Περίμενε.

Όταν βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς γύρω για να την δει, άρπαξε την κούκλα και έτρεξε μακριά. Έτρεχε γρήγορα μέχρι που έφτασε στο σπίτι της. Έδωσε στην κούκλα το όνομα ‘Ελένη’.  Με ρώτησε αν ήθελα να τη δω.

Ζούσε τη ζωή κάποιας άλλης. Για όλη της τη ζωή ήταν μία από τους ‘Άλλους’. Έμαθε να περπατάει στα νύχια των ποδιών της. Ποτέ δεν έκανε πολύ θόρυβο. Ποτέ δεν προκάλεσε μεγάλη προσοχή πάνω της. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν τραγούδησε ποτέ δυνατά.

Τη ρώτησα «και τώρα;». Μου απαντά δεν υπάρχει «τώρα». Της λέω κάθεστε σε ένα ελληνικό καφέ και ακούτε ελληνική μουσική. Δεν το απολαμβάνετε έστω και λίγο? Μου απάντησε με μια ερώτηση: «Εσύ το απολαμβάνεις

Έχει δίκιο. Όλα χάθηκαν τώρα πια. Το πνεύμα έχει εγκαταλείψει την πόλη. Είναι ένα καταφύγιο για συνταξιούχους, φοιτητές και εργάτες που έρχονται και φεύγουν. Και λίγους περιστασιακούς τουρίστες.

Η Τουρκία έχει αλλάξει. Το ίδιο και η Ελλάδα. Αλλά η Σμύρνη και οι γνήσιοι άνθρωποί της έχουν παραμείνει ίδιοι. Μια γενιά φαντασμάτων του παρελθόντος. Που δεν ανήκουν πουθενά. Που ανήκουν σε έναν τόπο που δεν υπάρχει πια. Η ζωή της δεν έχει καμιά ελπίδα σε οποιαδήποτε φάση. Αλλά έχει ζωή. Μια ζωή που επαναλαμβάνεται σε οποιαδήποτε γεωγραφία. Μια ζωή ξεχασμένων εθνικοτήτων.  Σκόπιμα συντετριμένες ζωές.  Ζωές των ερειπίων 3000 χρόνων κουλτούρας.

Καθώς την άφηνα να φύγει, της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Ήταν μια υπενθύμιση ότι δεν ήμουν μόνος. Ήταν μια υπενθύμιση πως ούτε κι εκείνη ήταν μόνη. Η κοινότητα μιας χούφτας απομεινάρια.

Ψιθύρισε: «Ευχαριστώ»

Επέστρεψε στο μικρό της σπίτι. Στο σπίτι όπου σε ένα μικρό δωμάτιο υπάρχει μια κούκλα που τη λένε «Ελένη». 




My heartfelt thanks to Ms. Nancy Georgantzi for the excellent translation. Without her that story could have never be told.

No comments:

Post a Comment